-
1 τιμιότητα
[тимиотита] οοσ. Θ. честность, порядочность, почтенность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τιμιότητα
-
2 честность
-
3 честность
-и θ.1. τιμιότητα•честность характера τιμιότητα χαρακτήρα.
2. εντιμότητα, χρηστότητα. -
4 порядочность
порядочн||остьж ἡ τιμιότητα [-ης], ἡ ἐντιμότητα [-ης]. -
5 честность
честн||остьж ἡ τιμιότητα [-ης]. -
6 чистоплотность
чистоплотн||остьж1. ἡ ἀγάπη τής καθαριότητας·2. перен ἡ χρηστότης, ἡ τιμιότητα [-ης]. -
7 честность
[τσιέσναστ'] ουσ. *θ. τιμιότητα -
8 чистоплотность
[τσισταπλότναστ'] ουσ. θ. η αγάπη της καθαριότητας (μεταφ.) τιμιότητα -
9 честность
[τσιέσναστ'] ουσ *θ. τιμιότητα -
10 чистоплотность
[τσισταπλότναστ'] ουσ θ η αγάπη της καθαριότητας (μεταφ) τιμιότητα -
11 добродетель
-и θ.αρετή, χρηστότητα, ηθική τελειότητα. || ηθική ανωτερότητα, τιμιότητα. || αγαθοεργία. -
12 совестливость
-и θ.ευσυνειδησία• τιμιότητα, εντιμότητα. -
13 трын-трава
ως κατηγ. (απλ.) δεν είναι τίποτε, είναι τίποτε• δε με ενδιαφέρει, μου είναι αδιάφορο•ему честность— γι αυτόν η τιμιότητα δεν είναι τίποτε (δεν τον ενδιαφέρει).
-
14 ходячий
επ.1. πεζοπόρος, πορευόμενος. || ικανός για βάδισμα•-ие больные άρρωστοι που μπορούν να βαδίζουν•
кукла ходячийая κούκλα βαδίζουσα.
2. κινητός, κινούμενος.3. συνηθισμένος• εύχρηστος•-ее выражение εύχρηστη έκφραση.
|| τετριμμένος, πεζός, ρουτ ιν ιέρ ικος.4. (για άνθρωπο)• προσωποποιημένος•-ая честность προσωποποιημένη τιμιότητα.
εκφρ.- ая монета – το κυκλοφορούν νόμισμα. -
15 чистоплотность
-и θ.1. αγάπη προς την καθαριότητα (σώματος, ενδυμασίας κλπ.).2. τιμιότητα, χρηστότητα. -
16 чистота
-ы θ.1. καθαριότητα, πάστρα•помещения η καθαριότητα του χώρου.
2. καθαρότητα, ευκρίνεια, διαύγεια•чистота произношения η καθαρότητα της προφοράς.
3. επιμέλεια•обработки детали η επιμέλεια επεξεργασίας εξαρτήματος.
4. το αμιγές, το ανόθευτο•золота η καθαρότητα του χρυσού.
5. διαύγεια.6. μτφ. αγνότητα, χρηστότητα, τιμιότητα•чистота души η αγνότητα της ψυχής.
|| παρθενικότητα.
См. также в других словарях:
τιμιότητα — η / τιμιότης, ητος, ΝΑ [τίμιος] νεοελλ. η ιδιότητα και ο χαρακτήρας τού τίμιου, εντιμότητα, ευσυνειδησία αρχ. 1. η ιδιότητα αυτού που γίνεται αντικείμενο τιμής και σεβασμού 2. υλικός πλούτος, πολυτέλεια 3. φρ. «ἡ σὴ τιμιότης» (τύπος προσφώνησης)… … Dictionary of Greek
τιμιότητα — η εντιμότητα, ευσυνειδησία, ακεραιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμιότητα — τῑμιότητα , τιμιότης dignity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
έχθρητα — η (Μ ἔχθρητα) έχθρα, εχθρότητα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχθρ (έχθρα) + κατάλ. ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε (τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)] … Dictionary of Greek
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek
ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») … Dictionary of Greek
εκτιμώ — ( άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ) 1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τόν εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του») 2. υπολογίζω την αξία («η εφορία … Dictionary of Greek
εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… … Dictionary of Greek
εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας … Dictionary of Greek